Αρχές Σεπτεμβρίου. Η εποχή του χρόνου που τα νερά πέφτουν στο ελάχιστο
Πότε θολό,
πότε καταπράσινο με πολλά νερά, πότε
ρηχό και γάργαρο, πότε πρασινισμένο με
μαλούπες και ζεστά νερά, πότε ξεραμένο.
Έτρεχε σχεδόν 30 χιλιόμετρα από τις πηγές του μέχρι την εκβολή του, σχεδόν από το Κλειδί και στην παλιά Φλωριάδα ως την Κόπρενα. Πολύ όμορφο ποτάμι. Γεμάτο παρθένα πλατανοδάση. Πλατανάκια, Πλατανιάς …
Πλατάνια, Ιτιές και Λυγαριές κάτω στον κάμπο, γεμάτο ψάρια, που κάποτε
αποτελούσαν βασική τροφή των χωριανών
σε δύσκολες εποχές με πείνα.
Πως τα τρώγατε
αυτά τα μουστακάτα και τα χασκόνια ρε
πατέρα, τον ρώταγα. Μα είναι εντελώς άνοστα, γεμάτα κόκαλα.
Υπήρχε πείνα, μου απαντούσε.
Και γιατί δεν
πηγαίνατε στην θάλασσα. Ένα- δυο χιλιόμετρα παρακάτω έχει θάλασσα, τον ρώταγα.
Γιατί η θάλασσα θέλει βάρκα και δίχτυα. Ενώ στο ποτάμι πιάνονταν εύκολα με πιο απλούς τρόπους, μου εξηγούσε ο πατέρας
μου.
***
Όταν έβρεχε
και κατέβαζε, κατεβαίναμε τσούρμο παιδιά στο γεφύρι, εκεί που είναι σήμερα
το γήπεδο και χαζεύαμε την κατεβασιά.
Μετράγαμε τα κούτσουρα, τα ξεριζωμένα πλατάνια και πότε πότε και κάποιο ψόφιο ζώο, κυρίως πρόβατα, που
έπαιρνε στην διάβα η κατεβασιά από τα ορεινά χωριά της Φλωριάδας. Μικρός
θυμάμαι, 10 περίπου χρονών, μου είχε πάρει η μάνα μου ένα καινούργιο σακάκι για
τα Χριστούγεννα. Σχολικές διακοπές,
χαράς ευαγγέλια, έξω από το σπίτι όλη
μέρα, στους δρόμους και στα χωράφια. Έβγαλα το σακάκι και το κρέμασα στα
σίδερα του γεφυριού. Το θολό νερό έφτανε
σχεδόν μέχρι απάνω. Κατέβηκα στην κολώνα κι άπλωνα το χέρι μου στο νερό κι
έπιανα κλαδάκια και σακούλες που έσερνε
το κατεβασμένο ποτάμι. Ξαφνικά γλίστρησε
το καινούργιο μου σακάκι και έπεσε στο
νερό. Σε δευτερόλεπτα είχε χαθεί. Άντε τώρα να γυρίσεις σπίτι και να εξηγήσεις την μάνα σου τι έγινε το καινούργιο
σακάκι. Κι όχι μόνο επειδή ήταν καινούργιο ή επειδή δεν είχε λεφτά να
μου πάρει άλλο, αλλά για την αποκοτιά να στέκομαι στην κολώνα του γεφυριού, να
κρατιέμαι με το ένα χέρι από τα κάγκελα
και με το άλλο χέρι να ψαρεύω σκουπίδια στο κατεβασμένο ποτάμι, που τα νερά του
έφταναν ως την κορυφή σχεδόν του γεφυριού.
Σχεδόν 4 μέτρα
βάθος με φοβερή ορμή και ταχύτητα!
Φοβερές κατεβασιές.
Το δάσος στα Πλατανάκια, στις παρυφές του χωριού, κάτω απο την Βέρλα, με μόνιμες πηγές υδροδοσίας τα παλιά χρόνια (αναβρυσκά) και την πηγάδα που υπάρχει ακόμα και τροφοδοτουσε το υδραγωγείο.
*****
Θυμάμαι ακόμα
τα σίδερα του παλιού γεφυριού, που το είχε πάρει το νερό το 1963. Τότε, είχαν
εγκλωβιστεί δυο κοπέλες, που μάζευαν
ξύλα για τη φωτιά στις άκρες του ποταμιού. Γιατί τα ξύλα για την φωτιά, τα
μάζευε ο κόσμος στο ποτάμι μετά από κάθε
κατεβασιά. Οικολογικές δραστηριότητες. Οι κοπέλες ήταν, η Σούλα του Γιώργου Παπαντώνη και μια γειτονισσά της, η Κατερίνα (Ρήνα) Τριαντάφυλλου .
Το στεφάνι του Πλατανιά, Σεπτέμβριο μήνα.
Η κατεβασιά ήταν αστραπιαία και πρωτοφανής.
Κανένας δεν θυμόταν να έγινε μεγαλύτερη. Οι κοπέλες πρόλαβαν κι ανέβηκαν σε ένα μεγάλο πλάτανο στο σημείο
που υπήρχε ένα πλάτωμα και το νερό δεν είχε
ρεύμα και ορμή και ήταν περισσότερο σαν βρός. Βρίσκονταν εκεί που είναι σήμερα
οι κότες και οι ελιές του Μήτσου Πανή,
κοντά στο σημερινό γήπεδο κι απέναντι ακριβώς από τα σπίτια των Κολιουλαίων.
Και το νερό ανέβαινε ραγδαία. Και έτυχε τότε να βρίσκεται στο χωράφι του ο
Λευτέρης Σωτηρίου και κολύμπησε με
κίνδυνο ζωής και έσωσε τα δύο κορίτσια από
το ποτάμι. Ο Λευτέρης τις τράβηξε απο τον πλάτανο μία-μία κολυμπώντας. Τότε, λίγη ώρα μετά, το ποτάμι γκρέμισε το γεφύρι, σίδερα και
υπολείμματα του οποίου φαινόνταν έως το 2000 σχεδόν, ακόμα και μετά την τρίτη,
σημερινή φάση ανακαίνισης και διαπλάτυνσης του γεφυριού, όπως είναι σήμερα (2019).
" θυμάμαι ότι την προηγούμενη μέρα πήγαινα στο μπακάλικο του Θύμιου Καραμέτα (Χαβέλα) να ψωνίσω και πρίν βγώ στήν Λεύκα, σήκωσα το κεφάλι μου κι΄ είδα τα σύνεφα να ακουμπάνε στα καραμετέικα σπίτα και τρόμαξα. Την άλλη μέρα το μεσημέρι, θυμάμαι ότι στεκόμασταν στον κήπο της παπαδιάς (της παπα Λινάραινας) για ασφάλεια και το ποτάμι ήταν μια θάλασσα απ΄ άκρη σ΄ άκρη, με την γέφυρα πεσμένη. Είχε σπάσει ένα μικρό φράγμα στο πλατύ και το νερό παρέσυρε την γέφυρα. Πιο κάτω έσπασε δεξιά, στά πλατάνια του "Τσιαφούλια" (Μιχέλη), πήρε τον όχτο και πήγε κάτω στα σωκήπια μέχρι που ενώθηκε με την Κατσαρέλω. Στόν Κατσαπλιά τις επόμενες μέρες είχε αφήσει μισό μέτρο λάσπη... Το ίδιο καί σε όλο τον κάμπο καί κατέστρεψε τις πορτοκαλιές.... Μετά την πτώση της γέφυρας και μέχρι να ξαναχτιστεί, η διάβαση του ποταμιού γίνονταν σε ένα πλατύ σημείο. ΄Εμπαιναν από ένα δρόμάκι μεταξύ της Αποθήκης του Συνεταιρισμού στο Μαυρονέρι και του Χρήστου Μπουτέτσιου ("Γαρδαβίτσα") και πέρναγαν το ποτάμι, στον ΄Αγιο Νικόλα στο σημερινό γήπεδο, τα νερά του οποίου έφταναν μέχρι την κοιλιά του αλόγου.." (μνήμες του Τάσου, Αναστάσιου Κάκκου).
********
Σήμερα, δεν υπάρχουν
τόσο μεγάλες κατεβασιές, παρότι το 2016 και το 2022 το ποτάμι ξαναγκρέμισε το γεφύρι στον Αη Νικόλα (γήπεδο).
- Διότι το δάσος
σήμερα δίπλα από το ποτάμι, μέχρι
πάνω την Φλωριάδα, είναι μεγάλο και παρθένο και κρατάει το νερό, μου έλεγε ο πατέρας
μου. Εκείνα τα χρόνια, τα παλιά, όλο το χωριό ανέβαινε στο ποτάμι κι έκοβε πλατάνια απ΄τις όχθες, έβγαζε τσιούμες
(ρίζες από σκινάρια και πουρνάρια), για την φωτιά του χειμώνα κι έτσι το δάσος ήταν αραιό. Δεν κράταγε πολύ νερό. Γίνονταν
κατεβασιές μεγάλες. Σήμερα κανένας δεν κόβει ξύλα στο ποτάμι, ούτε βγάζει τσιούμες.
Τότε, κάθε οικογένεια χρειαζονταν 12 φορτώματα (αλόγου) σκινάρια, πουρνάρια και ρίκια, μόνο για το προσάναμα του τζακιού/ σόμπας και του φούρνου, τον χρόνο. Όλα αυτά τα έκοβαν απο το ποτάμι. Ενώ για ξύλα πήγαιναν πάνω στα Συγγενά, στην Παναγία, όπου έκοβαν Δένδρους (είδος βελανιδιάς).
Ξεκίναγαν απο το Κομπότι στις 4 το πρωί. ΄Ωστε να φτάσουν στα Συγγενά πριν ξημερώσει. Διότι με το φως της μέρας έβγαιναν τα νταβάνια και οι αλογόμυγες που τσίμπαγαν τα άλογα και εκείνα δεν κάθονταν να τα φορτώσουν.

Από το γεφύρι του Γηπέδου μήνα Μάιο. Εκατό μέτρα πιο πάνω, δεξιά στο σημείο που κάνει την δεύτερη στροφή το ποτάμι, έσωσε ο Λευτέρης Σωτηρίου τις δυο κοπέλες που αναφέραμε στην μεγάλη κατεβασιά που έριξε το γεφύρι. Σ΄αυτό ακριβώς το σημείο, χτύπησε ο κεραυνός τον Ηλία Πανέτα.
****
Παίζαμε στο παλιό γήπεδο του Σκουφά, (ήταν της εκκλησίας το χωράφι και το πούλησε. Σήμερα ελιές Γιώργάκη-Γιάννη- Μαντέλου-Κόκκινου, απέναντι από το σπίτι του Βασίλη Μπουτέτσιου και το
συνεργείο ηλεκτρικών συσκευών του Μήτσιου Αρχιμανδρίτη), μικρά παιδιά και
κατόπιν δεν επιστρέφαμε στο σπίτι μας
από το γεφύρι. Βγάζαμε τα παπούτσια και μπλιτσιανάγαμε στο νερό.
-Θα
πουντιάσετε, μας φώναζαν οι γιαγιάδες και οι μανάδες μας. Θα μεγαλώσετε και θα
σας πονάνε τα ποδάρια από τα αρθριτικά! Αλλά πού να καταλάβουν τα παιδικά μυαλά
μας. Το πρόβλημα το καταλαβαίνεις μόνο όταν το ζείς. Αρθριτικά, τι ήταν αυτά;
Εμείς περπατάγαμε μόνιμα με τα παπούτσια μας μούσκεμα. Και διασχίζαμε το ποτάμι, χειμώνα καιρό, χωρίς
ποτέ να πάμε από την γέφυρα.
Στο σημείο που χύνεται στο ποτάμι ένας χείμαρρος από το Φωτεινό
****
Στο παλιό
γήπεδο βρίσκονταν και ο βρός της παπαδιάς. (Βρός, πιθανόν παραφθορά της λέξης βίρα-βίραγγας,
που σημαίνει βαθύ σημείο, ρουφήχτρα, που στριφογυρίζει το νερό σαν σιφόνι). Ήταν στο χωράφι της πάπα-Τάκαινας Ζαχαράκη,
του παπαΤάκη του Ιερέα που διακονούσε τα χωριά της Φλωριάδας. Ήταν ο πιο
δημοφιλής βρός. Γήπεδο δίπλα, βρός μπροστά, τέλεια διασκέδαση. Δυο σ΄ένα! Όσοι
δεν έπαιζαν στο γήπεδο, έκαναν βουτιές
τις ανοιξιάτικες μέρες. Πραγματικό πανηγύρι. Διαγωνισμός βουτιάς. Θυμάμαι τους: "Σαραβάκο" (Χρήστος Λαχανάς- οδηγός ΕΛΤΑ, αυτοκτόνησε γύρω στο 2000) Μάκης
Πλακιάς, Στάθης Τριάντης (όλοι μακαρίτες), "Αλάδωτος" (Μπούλη Χαβέλας), Στάθης Πίτσας, Λίας Χαβέλας, Κορδαίοι, Λιαπαταίοι και άλλα μεγαλύτερα παιδιά έκαναν βουτιές κι
εμείς κάναμε την εξέδρα που έμενε με το
στόμα ανοιχτό και χειροκροτούσε. Ρωτάγαμε τα μεγάλα παιδιά: "Πώς πίνει ο πάπους τουν καφέ;" Και τότε αυτοί σταύρωναν τα πόδια και έπεφταν στον βρό! Στην άκρη του όχτου ήταν και μια μεγάλη
μπλικοκιά. Και κάποια μεγάλα παιδιά
ανέβαιναν ακόμα και στην μπλικοκιά κι έπεφταν στον βρό. Κι ακόμα ψηλότερα…
Απορώ πως δεν έτυχε ποτέ να γίνει κάποιο δυστύχημα..... Κι αυτό γίνονταν αιώνες πρίν, με γενιές και γενιές παιδιών και χωριανών....
Πιο κάτω στην
άλλη στροφή του ποταμιού, κάτω από τα Βρακοτσωλαίικα, ήταν ο βρός της Δασκάλας,
όπου έκαναν μπάνιο και τα παιδιά απ΄τις Σελλάδες. Πιο κάτω ο βρός του
Παπακώστα, δίπλα από την βρύση (πηγή)
του Παπακώστα, μια φυσική πηγή που τροφοδοτούσε με νερό το χωριό, αιώνες πριν γίνει το δίκτυο, ακόμα και το
καλοκαίρι. Θυμάμαι ακόμα τις γυναίκες με τους μπότηδες να πηγαίνουν στην βρύση
του Παπακώστα. Στον βρό του Παπακώστα δεν πολυγίνονταν μπάνια. Διότι ήταν παγωμένος, πιθανόν επειδή δεν τον χτύπαγε ήλιος. Κι επειδή είχε βγεί κάποτε κάποιος απ΄ τα πλατάνια και φοβέριξε τα παιδούρια κι από τότε όλοι έλεγαν πως "βγαίνει εκεί ένας ζουρλός"! Γνωστή ήταν και η ιστορία και για δυο άλλους "ζουρλούς". Τον Παρασκευάκη και τον Πάνο Ντασκαγιάννη απ΄την Φλωριάδα, πού ανεβοκατέβαιναν στο ποτάμι!
Προς τον πάνω ρού,
γνωστός ήταν ο βρός του Λάππα,
δίπλα από το ελαιοτριβείο του Λάππα, στα σφαγεία και το σπίτι των αδερφών Κολιούλη, στα
πλατανάκια και πιο πάνω ο βρός στο
Σουλιό. Εκεί πήγαιναν κυρίως παιδιά από την απάνω χώρα, αλλά δεν είχε την
πολυκοσμία και την δημοφιλία του βρού
της παπατάκενας. Πιο πάνω απ΄το Πλατύ, δεν πηγαίναμε τότε και δεν ξέραμε το ποτάμι.
Εγώ ποτέ δεν
τόλμησα να πηδήσω βουτιές. Έκανα μόνο μερικές φορές
μπάνιο. Ξεκίνησα από μικρός, 12 τουλάχιστον χρονών, σε ένα μικρό βρό, στο
σημείο που βρίσκεται σήμερα η εκκλησία του Αγίου Νικολάου (ακριβώς την μέση του σημερινού γηπέδου μπάσκετ, όπου τότε ήταν ποτάμι). Ήμουν με δύο ακόμα παιδιά. Βγάλαμε τα ρούχα μας και μπήκαμε
ξεβράκωτοι στο νερό. Κάποιος μεγαλύτερος
όμως μάς έκλεψε τα ρούχα για πλάκα,
και μείναμε ξεβράκωτοι πάνω από 4 ώρες,
μέχρι να μπορέσουμε να κινηθούμε
προς την εκκλησία, όπου βρήκαμε τα ρούχα μας κρεμασμένα σε μια ελιά βακούφικη!
******
Παλιά τα βρούδια τα έλεγχαν οι "παιδονόμοι" γιά να μήν συμβεί κάποιος πνιγμός. ΄Ενας απο τους παιδονόμους ήταν και ο Φώτης Κάκκος, πού έπιασε τον Λευτέρη Μούτσιο ("Μαυριλάκη") να κάνει μπάνιο και τον έδειρε. Κι ο Μαυριλάκης του το κράταγε ινάτι ...
Ψάρεμα τον Αύγουστο 2017, στο γεφύρι του Πλατέως
****
Το ποτάμι αυτό
ήταν συνδεδεμένο με πολλά συναισθήματα και γεγονότα του χωριού. Με χαρές και με λύπη. Πνιγμός,
από ότι θυμάμαι από τις διηγήσεις των παλιότερων δεν υπήρξε. Υπήρξε όμως ένα πολύ δυσάρεστο
γεγονός που συνέβη στις δικές μου μέρες, που το θυμάμαι ακόμα και τώρα κι ανατριχιάζω. Γιατί ήμουν εκεί κοντά. Παίζαμε μπάλα με την παρέα μου
στο καινούργιο γήπεδο κι έπιασε
ξαφνική καταιγίδα. Το 1975, ο κάνα 2-3 χρόνια
μικρότερος από μένα, Ηλίας Πανέτας (του Μήτσου), γύρω στα 10 χρονών παιδί, στην Δ΄ Δημοτικού, έβοσκε τα πρόβατα του πατέρα του. Ανέβηκε πάνω στο γεφύρι, στην
μεριά προς το γήπεδο και κοίταζε
προς τον βρό του Λάππα και τα πλατανάκια,
να χαζέψει την κατεβασιά. Και τότε ακούστηκε ένας ξερός και τρομερός θόρυβος, "ΚΡΑΑΑΑΚ"!, σαν νάσκασε κανόνι και ο Λίας σωριάστηκε
κάτω. Ένας κεραυνός τον χτύπησε και τον άφησε στον τόπο. Θλίψη και τρόμος.
Τότε ο θάνατος
ήταν μαύρος. Δεν ήταν μια κοινωνική εκδήλωση
συνάντησης συγγενών, κουτσομπολιού, χάχανων, επίδειξης
προόδου κοινωνικής θέσεως και πλουτισμού, φαγοποτιού, ενός βιαστικού αποχαιρετισμού, βιαστικού σαν να είναι βάρος, του κεκοιμημένου…, όπως σήμερα. Όταν χτύπαγε ΕΚΕΙΝΗ Η ΚΑΜΠΑΝΑ στο παλιό καμπαναριό (κτίστηκε το
1923-25) σκίζονταν η καρδιά μας. Εκείνη η φοβερή καμπάνα, εκείνος ο ήχος ο απόκοσμος, που ακούγονταν σε όλο το χωριό και σ΄ όλο τον κάμπο κι αλαφιάζονταν όλοι. Παγωμάρα παντού. Νόμιζες
ότι σταμάταγαν και τα πουλιά να κελαηδάνε. Τα πάντα ήταν ένα θλιβερό μοιρολόι! Όλοι
ψυθιρίζαμε και ρωτάγαμε: «πως έγινε ρε παιδί μου»;… «Θεός σχωρέστον»! Σκηνές από τα επικά ποιήματα με την μάχη του Διγενή Ακρίτα με τον Χάρο, που διαβάζαμε
στα σχολικά βιβλία.
Βουβαμάρα, στην παρέα μου, σε όλο το σχολείο,
στο χωριό ολόκληρο. Μέρες μετά, αφού
έπεσαν τα νερά και στέρεψε το ποτάμι στο
σημείο του κεραυνού, κατέβηκα με τους φίλους μου να ψάξω το «μαύρο λιθάρι» που αφήνει πίσω του ο
κεραυνός και έχει μαγικές ιδιότητες.
Σκάβαμε στα
χαλίκια και στις πλάκες να το βρούμε, προσπαθήσαμε επί μέρες, αλλά εις μάτην.
Τελικά η λαϊκή παράδοση για το μαγικό «μαύρο λιθάρι», ήταν μόνο παράδοση. Το μόνο που είχε αφήσει ο
κεραυνός ήταν η θλίψη στην καρδιά μας
για το χαμό του παιδιού, που ακόμα και σήμερα όταν περνάω από το συγκεκριμένο
σημείο νοιώθω μία πικρή ανάμνηση.
Μικρή κατεβασιά. Γεφύρι στο Γήπεδο
Μικρή κατεβασιά. Γεφύρι στο Πλατύ με την Αγία Παρασκευή στο βάθος
****
Το ποτάμι
ήταν πάντοτε το στολίδι του χωριού.
Πηγή ζωής για τον κάμπο, πηγή ζωής για τα ζωντανά και για τους
κατοίκους. Την άνοιξη ήταν ο επί γης παράδεισος. Την νύχτα σε νανούριζαν
αηδόνια, νεροχέλωνες και κροκάλια (βατράχια). Το πράσινο απ΄ τα πλατάνια, στα παρθένα
πλατανοδάση, ξεκούραζε ψυχή και
μάτια. Το βουητό των μελισσών που έπιναν νεράκι, με το κελάρυσμα των νερών,
ήταν το μοναδικό ψυχοφάρμακο, κόντρα σε όλα τα επιτεύγματα της επιστήμης
και των φαρμακοβιομηχανιών, που μπουκώνουν σήμερα τους ανθρώπους των πόλεων.
Την Άνοιξη,
που έπεφταν τα νερά, αρχίζαμε κι εμείς
τις εξερευνήσεις σε μακρύτερες περιοχές,
στην ράχη στο ποτάμι, στα χωράφια…
Το να πάω από
το σπίτι μου στα Πλατανάκια, στην Βέρλα ή στην Σκνάρα του Μάλιου, στην
Κατσαρέλλω και στις πλάκες του Βασιλάκη Τζουβάρα (πήγαινα και φροντιστήριο
εκεί) φάνταζε στον μικρό ορίζοντα
των παιδικών μου ματιών, ότι πήγα σε άλλο πλανήτη, σε άλλο κόσμο. Για τον
Πλατανιά, ούτε κουβέντα. Ιστορίες του παππού μου για την κατοχή, για το
επικίνδυνο στεφάνι, που υπήρχε κίνδυνος τα μικρά παιδιά να γλυστρίσουν, να πέσουν και να σκοτωθούν ή να πνιγούν κάτω στο
ποτάμι, ήταν αποτρεπτικά για την παιδική
μας τόλμη.
****
Στο
ποτάμι αυτό χύνονταν άλλα μικρότερα ποτάμια.
Χαμηλά, κάτω στον κάμπο, στα Ντχάλια (Διχάλα) χύνονταν ο Μαρλεσιώτικος, αυτός
που περνάει από την Συκούλα (Ανίν) και μαζί με το δικό μας ποτάμι, έφτιαχναν
τον Βο, που χύνεται στην Κόπρενα. Κι ο Μαρλεσιώτικος, πολύ όμορφο ποτάμι, κυρίως προς τα
πάνω, προς το Μαρλέσι και την Λαγκάδα. Λίγο πιο πάνω χύνονταν ο ποταμός
του Ζούτου. Χώριζε τις Σελλάδες απ΄ την Μεγάρχη.
Κοντά στον Άγιο Νικόλαο, χύνονταν
η Κατσαρέλλω, το ρεματάκι που
χώριζε το Κομπότι απ΄τις Σελλάδες. Πιο πάνω, προς τα Πνακούλια, κάτω απ΄ το Νεκροταφείο, πέρναγε
η Αηδόνω, που με την σειρά της χύνονταν στην Κατσαρέλλω. κ.ο.κ., μέχρι το
Δημαριό, όπου χύνονταν η ποταμούλα, ένας μεγαλούτσικος παραπόταμος και την
Φλωριάδα, σχεδόν παρυφές Γιαννιώτης-Χελώνας,
απ' όπου πήγαζε το ποτάμι.
Αρχές Σεπτεμβρίου 2017. Εποχή που τα νερά πέφτουν στο ελάχιστο
***
Στην Αηδόνω, κρύφτηκε
η γιαγιά μου, η μάνα της μάνας μου, Θοδώρα (Βλησάρενα) Μπουραντά (το
γένος Κικιώνη) το 1943, όταν οι Γερμανοί ήρθαν κι έκαψαν το χωριό. Επί 23 μέρες,
παράλυτη από τον φόβο, χωρίς φαί και σχεδόν χωρίς νερό. Ακριβώς από πάνω, στην Βαγγελίστρα,
ήταν το γερμανικό φυλάκιο. Ώσπου ένα βράδυ άκουσε ψιθύρους και είδε δυο παιδιά από το χωριό να σέρνονται στο
στεγνό ήδη ρέμα, ζήτησε την βοήθεια τους κι αυτά την βοήθησαν
να φτάσει μέχρι τον Πλατανιά, όπου είχε μεταφερθεί ήδη το χωριό, για να γλυτώσει από τους Γερμανούς.
Το ποτάμι όμως το είχε περάσει μέχρι τις πηγές του η μάννα μου, η Βάγια, όταν ήταν ακόμα 10 χρονών το 1943. Λίγες μέρες πριν εγκλωβιστεί η μάννα της στην Αηδόνω.
Μαζί με έναν αδερφό της,
τον 16χρονο Δήμο (μπάρμπα Δήμο
Μπουραντά), πήραν τα πρόβατα για
να τα πάνε στον Γαβρογο, ποτάμι- ποτάμι. Την μέρα κρύβονταν και το βράδυ ταξίδευαν. Ένα βράδυ
άκουσαν δυνατές κραυγές από το δάσος.
-Τι είστε σεις ορέ;;;
-Να…, απ το Κομπότι είμαστε, πάμε το πρόβατα μας στο Γάβρογο (Σκουληκαριά), να μην τα πάρουν οι Γερμανοί, απάντησαν. Τότε ξεπρόβαλλαν
από το δάσος καμία 15ρια αξύριστοι αντάρτες, και αφού είπαν κανά δυό κουβέντες με
την μάννα μου και τον αδερφό της, ο επικεφαλής φώναξε: Δέκα πρόβατα για τα παιδιά!
Κι αμέσως οι αντάρτες άρπαξαν 10 πρόβατα και έφυγαν. Την άλλη βραδιά ξαναέγινε το ίδιο. Και την τρίτη
βραδιά πάλι. Φαίνεται πως οι αντάρτες είχαν
στήσει καλό κόλπο. Νεύριασε ο μπάρμπα Δήμος και άρχισε να βρίζει. Κι αυτοί τον έπιασαν να τον εκτελέσουν. Τον έδεσαν σ΄ ένα πλατάνι...Κλάμα
η μάνα μου, παρακαλετό… τελικά τον
άφησαν. Άλλά, τα 10 πρόβατα, τα ξαναπήραν! Τελικά το αποδεκάτισαν το κοπάδι μέχρι να φτάσουν στο Γάβρογο.
ΤΑ ΓΕΦΥΡΙΑ
Το ΠΑΛΙΟΓΙΟΦΥΡΟ είναι το
παλιότερο εν ζωή γεφύρι του ποταμιού. Κτίστηκε μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, όταν έγινε η εθνική οδός ΄Αρτας-Αγρινίου, με διορθώσεις που έγιναν επί κατοχής από τους Γερμανούς,
αφού το γκρέμισε η Εθνική Αντίσταση και άλλες διορθώσεις μετά την κατοχή καθώς παρέμεινε γεφύρι
της εθνικής οδού, Άρτας Αθηνών.
Το 1952, ο Χαράλαμπος
Τρίτσης (αδερφός του τ.Υπουργού, σύζυγος
της Αγγελικής Τσαμπούλα, που έμεναν στο πατρικό σπίτι της μάνας μου το 1945-46 κι εκεί γνώρισε την Αγγελική) έκτισε
ως μηχανικός το νέο γεφύρι, πάνω στην εθνική οδό, 50 μέτρα παρακάτω απ’ το παλιό. Στο σημείο εκείνο οι Γερμανοί είχαν
εκτελέσει 11 παληκάρια από τις Σελλάδες, αντίποινα για ένα κομμένο (σαμποτάζ) καλώδιο τηλεγράφου. Μεταξύ
τους ήταν τα τρία αδέρφια Τζουβάνου. Η εκτέλεση αυτή έδωσε την έμπνευση στην τραγικότερη ταινία του ελληνικού
κινηματογράφου, με τίτλο: «με την λάμψη
στα μάτια», με πρωταγωνιστές τους, Γιώργο
Φούντα, Ανέστη Βλάχο και τον Γιάννη Φέρτη
και τον ρόλο του πατέρα τον Λαυρέντη
Διανέλλο. Η ταινία αυτή μάλιστα, γυρίστηκε στο Πέτα. Αιωνία τους η Μνήμη!
Αρχές Σεπτεμβρίου. ΄Οταν τα νερά πέφτουν στο ελάχιστο. Ψηλά πρός την Ποταμούλα (παραπόταμος που έρχεται από το Δημαριό)
ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΣΤΟ ΓΗΠΕΔΟ (Αμπέλια τότε, διότι ήταν περιοχή καλλιέργειας Αμπελιών ακόμα απο τον μεσαίωνα, καθώς αναφέρεται στα Βενετικά και Ντουμπροβνιακά αρχεία η αγορά κρασιών, όχι τόσο εκτιμημένης όμως ποιότητος, απ΄ το Κομπότι, που καλλιεργούνταν στην περιοχή "΄Αμπέλια", απο κάποιο ντόπιο είδος σταφυλιού, που το λέγανε «αμπελοστάφυλο»,ΓΡΕΤΖΕΛΟ νομίζω που μοιάζει με το Αγιωργίτικο), φτιάχηκε το 1927, από τον Πραμαντιώτη πρωτομάστορα Σπύρο Τσιαντούκλα. Ειχε πέτρινες βάσεις/κολώνες και το δάπεδο του ήταν με σιδερένια στηρίγματα, πάνω στα όποια ήταν στρωμένες ξύλινες τάβλες, για να περνάνε τα άλογα. Γύρω στο 1950 οι πέτρινες κολώνες του Τσιαντούκλα έγιναν μπετόν, χωρίς να γκρεμιστούν. Απλά συνεχίζουν να υπάρχουν στο εσωτερικό του Γεφυριού, σαν την "γυναίκα του πρωτομάστορα". Ο Σπύρος Τσιαντούκλας, είναι ο άνθρωπος που άφησε το στίγμα του σε ένα ακόμα από τα σημαντικότερα, ίσως και το ομορφότερο μνημείο του χωριού μας. Το καμπαναριό του Αη Γιώργη, το οποίο έκτισε το 1925 (Το καμπαναριό της Βαγγελίστρας είναι παλιότερο. Κτίστηκε το 1864, η δε εκκλησία το 1800. Βέβαια και στον Αη Γιώργη υπήρχε παλιότερο και μικρότερο κωδωνοστάσιο, πριν το σημερινό). Παντρεύτηκε την κομποταία Παρθενούλα Μπουραντά κι έμεινε μόνιμα στο Κομπότι, μαζί με τα σπουδαία έργα του! Το γεφύρι εκείνο ήταν μικρό και στενό, φτιαγμένο για να περνούν μόνο άλογα,
το οποίο έπεσε στην μεγάλη κατεβασιά του 1963,
που προανέφερα. Για να ξανακτιστεί το ίδιο στενό και να γίνει σε τρίτη φάση μια μικρή διαπλάτυνση, η σημερινή.
Το 1970, που έγινε
ο δρόμος προς την Φλωριάδα και την Σκουληκαριά, κτίστηκε και το ΓΕΦΥΡΙ ΣΤΟ ΠΛΑΤΥ.
Μεγάλο γεφύρι. Στην δεξιά του βάση δίπλα στην κούλια, όταν
έσκαβαν να ρίξουν τις κολώνες του, πετάχτηκε τεράστια φλέβα νερού, ίση με κατεβασιά που
κάνει τον χειμώνα. Όμως οι μηχανικοί την έκλεισαν και το ποτάμι
στερεύει και σε κείνο το σημείο τον Αύγουστο.
Το λυόμενο ΓΕΦΥΡΙ ΣΤΗΝ ΚΟΠΡΕΝΑ, το θυμάμαι όσα χρόνια ζω. Το έφτιαξε ο στρατός στην εποχή της Χούντας.
Το Γεφύρι του Φωτόπουλου που συνδέει την Ποταμούλα και το Δημαριό με το Κομπότι, κτίστηκε αμέσως μετά τον εμφύλιο από τον στρατό!
ΣΤΗΝ ΚΑΤΣΑΡΕΛΩ, δεν υπήρχε γεφύρι. Μεταξύ Κομποτίου και Σελλάδων η επικοινωνία γίνονταν μέσα από το ρέμα, που συνήθως, τις μη βροχερές μέρες, είχε λίγο νερό. ΄Οταν έβρεχε καί κατέβαζε όμως, υπήρχε μια ξύλινη γέφυρα, πίσω από τα Χαβελαίκα- Κοκκινέικα (στις πλακανίδες του Τζουβάρα), πού την (την πιο πρόσφατη) είχε φτιάξει ο παπαθόδωρος Μπουτέτσιος, πού ήταν παπάς στις Σελλάδες τις δεκαετίες 50- 60 κι έπρεπε να πηγαίνει κάθε μέρα. Πιθανότατα, ίδια ξύλινα γέφυράκια υπήρχαν καθόλη την μακραίωνη επικοινωνία Κομποτίου-Σελλάδων γιά τις βροχερές μέρες.
Σε ένα από τα φράγματα του Πλατανιά, Μάιο μήνα.
ΝΕΡΟΜΥΛΟΙ
Οι νερόμυλοι ήταν
τα εργοστάσια της εποχής. Κινούνταν με
την δύναμη του νερού και άλεθαν τα δημητριακά οι χωρικοί, φτιάχνοντας αλεύρι για το ψωμί τους. Τον φθινόπωρο λειτουργούσαν
και ως λαδόμυλοι κι άλεθαν τις ελιές από το Σουλιό. Το Σουλιό ήταν ο κοινοτικός ελαιώνας και είχαν όλοι οι χωριανοί
από 5-6 ελιές, για να βγάζουν λίγο από το λάδι της χρονιάς. Άλλοι ελαιώνες δεν υπήρχαν. Το Σουλιό φυτεύτηκε πριν τον Α παγκόσμιο πόλεμο και υπάρχει έως και σήμερα, ιδιοκτησία Βάκα σήμερα στο
μεγαλύτερο μέρος. Ενώ τα πορτοκάλια φυτεύτηκαν αρκετά αργότερα. Τα χωράφια σπέρνονταν τότε κυρίως με
δημητριακά, καλαμπόκια, σιτάρια, τριφύλλια κ.α. Θυμάμαι εν λειτουργία τον λαδόμυλο του Λάπα, κάτω στα
Πλατανάκια στα σφαγεία, αλλά και τον μύλο του Σπύρου Μπακογιάννη στο Μαυρονέρι, δίπλα από τις αποθήκες
του Συνεταιρισμού. Θυμάμαι ακόμα και τον
Μύλο του Σαπρίκη στις Σελάδες, ακριβώς 50 μέτρα μακριά από την Παναγία,
αλλά δεν ήταν νερόμυλος. Οι Μύλοι που βρίσκονταν στο ποτάμι ήταν κατά σειρά:
1) Του ΚΑΡΑΧΡΗΣΤΟΥ στο Δημαριό (εκεί που ενώνονται τα δυο ποτάμια).
2) Του ΝΤΑΣΚΑΓΙΑΝΝΗ στην Φλωριάδα.
3) Του ΒΑΣΙΛΑ στον
Πλατανιά
4) Του ΣΕΡΓΙΑΝΝΗ στο Σουλιό
5) Του ΛΑΠΠΑ στα Πλατανάκια και,
6) Του ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ στο Μαυρονέρι.
7) Μύλος υπήρχε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το νηπιαγωγείο.
Κάτω από την εκκλησία, "στο πηγάδι της εκκλησιάς" στό κέντρο του χωριού. Ήταν λαδόμυλος. Λειτουργούσε με τα άλογα που έφερναν γύρω
την μυλόπετρα. Κατά την κατοχή εγκατελείφτηκε, ώσπου τον πήρε γύρω στο 1955 ο Χρήστος Παπακώστας
(Χαρακάξας, ιδιοκτήτης του καφενείου που έχει ο Μπελής στην Άγιο Νικόλαο)
και τον μετέτρεψε σε αλευρόμυλο. Αργότερα
έβαλε και ρεύμα. Μικρός έπαιζα στα συντρίμια του.
Υπήρχε επίσης
και άλλος μύλος. Ενας παλιότερος μύλος κάτω στα σωκήπια (εκεί κοντά στο τρίγωνο που χύνεται η Κατσαρέλω στο ποτάμι, κοντά στον φούρνο του Βάνα, που χρονολογούνταν από τον 17ο, ίσως και 16ο
αιώνα). Κι ακόμα ένας στην Τούπσα, στο Μαρλεσιώτικο ποταμό, ο νερόμυλος και η νεροτροβιά του Σταύρου, βακούφικος στην εκκλησία της Φλωριάδας, ο οποίος σώζεται ανακαινισμένος μέχρι σήμερα. Οι μύλοι είχαν μικρά κανάλια
που ξεκίναγαν μερικά χιλιόμετρα ή
εκατοντάδες μέτρα, σε μεγαλύτερο υψόμετρο (λ.χ. του Λάππα και του Μπακογιάνη το
νερό ξεκίναγε απ΄ το Σουλιό, το οποίο βρίσκεται
πίσω απ΄ το νεκροταφείο της Βαγγελίστρας. Πέρναγε απο την Βέρλα, πιθανότατα απο ένα ρέμα που υπήρχε εκεί....
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα (1900) το νεκροταφείο δεν ήταν στην Βαγγελίστρα. Ήταν στο «κλούρι»
του Αη Γιώργη. (Οι σταυροί του παλιού
νεκροταφείου σώζονται ακόμα, φυλάσσονται στο υπόγειο του δυτικού καφενείου της πλατείας). Τα κανάλια πέρναγαν μέσα απ΄ το χωριό και έφταναν στον μύλο,
όπου με την ορμή του νερού γύριζαν την μυλόπετρα. Μεγάλο παιδί, 17 και 18 χρόνων,
θυμάμαι ακόμα το κανάλι που πέρναγε από τα Βαρδιέικα, για να
καταλήξει στον μύλο του Βαγγέλη (Σπύρου)
Μπακογιάννη, που βρίσκεται δίπλα στης αποθήκες του Συνεταιρισμού, μπροστά από το σπίτι του Βαγγέλη
Ζαχαράκη.
Οι μύλοι του Λάππα και του Μπακογιάννη,
ανήκαν στην εκκλησία όταν κτίστηκαν (Βακούφικοι) και αργότερα πουλήθηκαν στους ιδιοκτήτες
των.
Οι Νεράιδες,
τα παγανά και οι καλλικάτζαροι
Οι Νεράιδες ήταν αιθέρια πλάσματα, θεότητες, με καλές και κακές
ιδιότητες. Ζούσαν στα νερά, γι αυτό και τις έλεγαν Νεράιδες.
Η λαϊκή παράδοση αναφέρεται
συνεχεία σε αυτά τα πλάσματα, που
πείραζαν κι ενοχλούσαν, κυρίως τις
βραδινές ώρες, όσους περναγαν δίπλα από ρέματα
και νερα.
Μαθητής ακόμα
στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, πηγαίνοντας και γυρνώντας στις Σελλάδες, όπου συχνάζαμε
στο καφενείο του ελληνοαμερικανού Τζωρτζ
Κουτρούμπας, περνάγαμε από το γεφύρι της Κατσαρέλως, που είναι δίπλα στο Γυμνάσιο. Περνάγαμε προσεκτικά, χωρίς να μιλάμε, για να
μην μας πάρουν οι Νεράιδες την φωνή. Με τις
τρίχες του κορμιού μας σηκωμένες
απ΄τον φόβο και την ανατριχίλα. Κι όταν κάποιος, μερικές φορές ήθελε να κάνει πλάκα, φώναζε: Νεράιδεεεες! Και εμείς τρέχαμε την ανηφόρα για το Κομπότι χωρίς ανάσα. Ούτε νέφτι
να μας είχαν βάλει!!!
Νεράιδες ζούσαν
και στο ρέμα που πέρναγε ακριβώς έξω από
το σπίτι μου. Το οποίο δεν έστυβε ποτέ. Είχε νερό χειμώνα καλοκαίρι κι ένα
μικρό γεφυράκι. Το ρέμα αυτό ξεκίναγε
από τα Τσιροδημέικα και ενώνονταν με το άλλο ρέμα, που ξεκίναγε από τα Γιανουλέικα
και τα Ματσέικα-Τριαντέικα… και είχε
ένα μεγαλύτερο γεφυράκι στο
σημείο κάτω από το σπίτι του
Μπούργου και του Χρήστου Μιχέλη. Είχε νερό, βατράχια, κάβουρες, ακόμα
και ψαράκια. Με αυτό πότιζε η Δοσούλα του Μιχέλη και η Σπυριδούλα Αρχιμανδρίτη
τα φημισμένα τους σέλινα!
Εκτός απ΄ τις Νεράιδες,
στα ρέματα ζούσαν και τα Παγανά και οι Καλικάτζαροι.
Ήταν και τα δυο τα ξωτικά των Χριστουγέννων. Οι Καλικάτζαροι ζούσαν έξω από την
γη και πριόνιζαν όλο το χρόνο το δένδρο που κρατάει την γη, για να την γκρεμίσουν.
Στις γιορτές όμως, πλανεύονταν από τις θεσπέσιες μυρωδιές των γλυκισμάτων, που ετοίμαζαν οι Χριστιανοί και σταματούσαν να πριονίζουν το δένδρο. Ανέβαιναν στην γη για να τσιμπολογήσουν και έμεναν πάνω
από 15 μέρες που κρατούσαν οι γιορτές. Οπότε, στις μέρες αυτές, το δένδρο της
γής έβρισκε τον χρόνο να αναθρέψει τα κοψίματα
του κι έτσι οι Καλικάντζαροι, δεν κατάφερναν ποτέ να το κόψουν. Οι Καλικάτζαροι
και τα Παγανά κρύβονταν στα ρέματα. Κι έβγαιναν
με το σούρουπο. Πήγαιναν σε σπίτια όπου υπήρχαν γλυκίσματα και σφαχτά. Υπήρχε
μάλιστα και συγκεκριμένη προστασία στα σφαχτά, για να μην τα μαγαρίσουν (λερώσουν,
δαγκώσουν, φτύσουν, κατουρήσουν, γεμίσουν μ΄ ακαθάριστες) Τα έβαζαν πίσω από
την πόρτα και κάρφωναν στη σάρκα τους ένα πιρούνι, παρόμοιο με την τρίαινα που είχαν κι αυτά. Τα Παγανά και οι Καλικάτζαροι έφευγαν από τα ρέματα και έβγαιναν από τον κόσμο μας για να πάνε να
ξαναπριονίσουν το δένδρο της γης, την παραμονή των Φώτων- Θεοφάνεια. Και τών Φώτων,
πέρναγε ο παπάς με τ΄ αγιασμένο νερό,
από σπίτι σε σπίτι και τα έδιωχνε μέχρι
τις άλλες γιορτές. Το τι φόβος κρύβονταν στα φυλλοκάρδια μας όταν γυρνάγαμε
από την πλατεία, μικρά παιδιά, πάνω απ τα γεφυράκια στα ρέματα. Μόλις φτάναμε στο σημείο, «βάζαμε
πέμπτη» και φτάναμε στο σπίτι μας με 100
χιλ ταχύτητα. Άντε να μας πιάσουν τα παγανά. Μόνο που δεν μιλάγαμε, γιατί
έπαιρναν κι αυτά την φωνή και κινδυνεύαμε να μείνουμε μουγγοί αν μας άκουγαν!
***
Και τα δυο ρέματα
του Μαυρονερίου, ενώνονταν μπροστά από
το σπίτι του Γιάννη Στεργίου και του μπάρμπα Γληγόρη Βαρέλη. Χύνονταν στο ποτάμι, όπου χύνονται μέχρι και σήμερα, έστω και μέσα από
τον σκεπασμένο αγωγό, κάτω από το σπίτι
του Χρήστου (Βαγγέλη) Μπουτέτσιου.
Είχαν πάντοτε νερό, χειμώνα καλοκαίρι και ήταν γεμάτα ψαράκια, βατράχια και καβούρια.
Το ρέμα που πέρναγε από το σπίτι μου ήταν ένα είδος κρυψώνας και αναψυχής στους καλοκαιρινούς
καύσωνες, για μένα και την παρέα μου. Με τον αδερφό μου Γιώργο, τον γείτονα
Κώστα Κάκκο, τους αδερφούς Τσαντούκλα, τον Νικο Χαβέλα…, περάσαμε ατελείωτα καλοκαιρινά μεσημέρια στις όχθες του, κάτω απ΄τα
καλάμια, διαβάζοντας Μίκι μάους, Μπλέκ, Τιραμόλα… Ενώ το χειμώνα στις
κατεβασιές, πηγαίναμε στην άκρη του κήπου μου και θαυμάζαμε την ορμή του νερού,
που πολλές φορές καβάλαγε και το γεφυράκι. Κατεβασιά που τότε, στα παιδικά
μας μάτια, φάνταζε σαν τα νερά του Δούναβη.
Το κοπάνισμα
των ρούχων
Νεροτριβές στο
ποτάμι δεν υπήρχαν (λίγο απίθανο βέβαια να μην υπήρχαν νεροτριβές, απ το Κομπότι ως το Δημαριό και την Φλωριάδα- σύνορα Χελώνας
που πήγαζε το ποτάμι, τη στιγμή που υπήρχαν τόσοι νερόμυλοι, που λειτουργούσαν
με τον ίδιο τρόπο). Τουλάχιστον δεν είναι καταγεγραμμένες ή δεν θυμάται κάποιος
τόσο παλιά. Η κοντινότερη νεροτριβή ήταν στον Μαρλεσιώτικο, στην Τούπσα (κοντά
στην κούλια στ΄Ανίν), στον Μύλο του Σταύρου.
Κάθε Μάιο το ποτάμι αποκτούσε μια πρωτόγνωρη, χαρούμενη και πολύχρωμη δραστηριότητα.
Από νωρίς το πρωί, οι γυναίκες έπιαναν
μια καλή και μεγαλούτσικη πλακανίδα, έριχναν
μέσα στο νερό τις φλοκάτες, τα χαλιά, τα
σαίσματα. του χειμώνα, τα άφηναν να μουλιάσουν και κατόπιν τα έβγαζαν πάνω στην
πλακανίδα και τα χτύπαγαν με τον κόπανο. Ήταν ένα είδος πλυσίματος σαν της
νεροτροβιάς, όπου το οξυγόνο του καθαρού ποταμίσιου νερού, ως το ισχυρότερο απολυμαντικό και καθαριστικό της φύσης, έπλενε τα ρούχα, χωρίς ίχνος χημικής σκόνης.
Όλη μέρα ακούγονταν
απ΄το ποτάμι ένα ατελείωτο «γκάπα-γκούπα». Και όταν τελείωνε το κοπάνισμα, άπλωναν
τα ρούχα αυτά στις ιλγιές (λυγιές) και στα σκνάρια που βρίσκονταν στις όχθες του
να στεγνώσουν, για να ξαναπάνε το σούρουπο με τα άλογα η τα γομάρια να τα μαζέψουν. Μια ατελείωτη συμφωνία
χρωμάτων, απ΄ το Πλατύ μέχρι την στροφή των Κορδέικων κάτω στον Άγιο Νικόλα,
όπου πήγαιναν οι γυναίκες απ΄ τις Σελλάδες, αριστερά και δεξιά στο ποτάμι.
Πάνω από τον Πλατανιά. Στο σημείο που ήταν ο μύλος του Βασίλα. Παρθένα δάση Δρυός (Βελανιδιάς).
Στο νότιο φράγμα του Πλατανιά.
Κάποια πρωτομαγιά στον Πλατανιά.
Η γέφυρα Μπέλευ στην Κόπρενα
ΟΙ ΠΛΗΜΥΡΕΣ
Το ποτάμι πλημμύριζε
συχνά κάτω στον Κάμπο. Από του Κατσαπλιά μέχρι και την Κόπρενα.
Μιλώντας με
τον τ. Δήμαρχο και γιατρό Χαρίλαο Μπουραντά, ο πατέρας του οποίου υπήρξε Δ/ντης του Δημοτικού προπολεμικά, φιλομαθέστατος
και ο μπάρμπα Χρήστος αλλά και ο Χαρίλαος ο ίδιος, στην περιοχή Λέσμες (προς Κρύο Νερό-Λιβάδια) υπήρχε οικισμός κατά
τον 15ο και 16ο αιώνα, ο οποίος μετακινήθηκε βόρεια προς το σημερινό Κομπότι-Σελλάδες, εξαιτίας
των πολλών πλημμυρών.
Οι πλημμύρες,
ειδικά κάτω στην Κόπρενα, ήταν τόσο μεγάλες και τόσο συχνές, που σκέπαζαν ακόμα
και τις πορτοκαλιές. Θυμάμαι τον πατέρα
μου που έφραζε σχεδόν κάθε χρόνο κάτι χωράφια του, αφού τον χειμώνα είχε παρασύρει τον φράχτη η πλημμύρα.
Θυμάμαι,
που κάποιο Σάββατο, 14 χρονών περίπου, είχα κατέβει στον Κατσαπλιά να πάω για μεροκάματο στα πορτοκάλια. Το παλιό μαγαζί του Βαγγέλη Χαβέλα (Κατσιαπλιά) ήταν μαζί με του Χρήστου Παπακώστα (Καρακάξα), τα
δυο χρηματιστήρια του χωριού. Εκεί μαζεύονταν
όλοι οι έμποροι και εξαγωγείς πορτοκαλιού, εκεί γίνονταν όλες οι συναλλαγές
(έβλεπες αμέτρητα χιλιάρικα πάνω στα τραπέζια), αγοραπωλησίες, εκεί συγκεντρώνονταν
τα συνεργεία και οι εργάτες για να ξεκινήσουν
για τα χωράφια να μαζέψουν πορτοκάλια…
Εγώ κι αδερφός μου Γιώργος, όπως και πολλά άλλα παιδιά
της ηλικίας μας, απ΄το Κομπότι, τις Σελλάδες, την Λιμίνη και την Φλωριάδα, δεν αφήναμε
Σαββατοκύριακο, ελεύθεροι από το σχολείο, να μην πάμε για μεροκάματο. Από 10-12 χρονών ήδη. Και με βροχή
και με πάγο. Θυμάμαι πορτοκαλιές να έχουν
σταλακτίτες πάγου κι εμείς να κόβουμε το πορτοκάλι με γυμνά χεριά. Να πηγαίνουμε σχολείο την Δευτέρα και να μην μπορούμε να πιάσουμε το στυλό
απ΄ το κρυοπάγημα. Να κουβαλάμε τελάρα 25κιλα στην πλάτη μας, (13χρονα παιδιά} από την μια άκρη
του χωραφιού ως τον δρόμο, που περίμενε το φορτηγό… (Θυμάμαι τα ατελείωτα 20 στρέμματα
του Βαλίλη στην Συκούλα, που κάναμε προσευχή
να αντέξουμε να περπατήσουμε εκείνη την
τεράστια απόσταση, φορτωμένοι με το
τελάρο στην πλάτη, βουλιάζοντας ως το γόνατο στη λάσπη, μέχρι τον φορτηγό που βρίσκονταν στον δρόμο).
Εκεί λοιπόν ένα Σάββατο, καθώς πίναμε τον καφέ μας
και περιμέναμε να μαζευτούν κι οι άλλοι εργάτες, να ανεβούμε στην πλατφόρμα
ενός τρακτέρ να πάμε στο χωράφι, έπιασε
μια τρομακτική καταιγίδα. Μείναμε εγκλωβισμένοι στο καφενείο του Κατσαπλιά (το παλιό, που ήταν κάτω
από την επιφάνεια του δρόμου). Ώσπου μια
ώρα μετά, άρχισε να ξεχειλίζει το ποτάμι στο παλιογιόφυρο, απ΄ τα χωράφια του Σωτήρη Τατσιόπουλου και του Γιώγου Χαβέλα ("Καραισκάκη") να φτάνει σχεδόν μερικά μετρά απ΄ το καφενείο.
****
Το ποτάμι το έζησα
ανελλιπώς μέχρι τα 19 μου χρόνια. Μετά έφυγα απ το χωριό. Ήρθα στη Πόλη, αφού περιπλανήθηκα καμιά 6ετια
στην Ευρώπη. Έγινα κι εγώ μέλος μιας παρασιτικής
κοινωνίας, που στην αρχή μου φάνταζε ειδυλλιακή. Μιας κοινωνίας αεριτζίδικης,
που ζούσε σε βάρος και στις πλάτες
άλλων, αυτών που έμεναν στο χωριό και παρήγαγαν ας πούμε,
κι εκείνων που δούλευαν στα εργοστάσια.
Μιας κοινωνίας χωρίς αλληλεγγύη, με μέτρο πάντων τον εγωισμό, την αλαζονεία, την
αδιαφορία (εγώ νάμαι καλά και τ΄ άλλα,
«γαία πυρί μειχθητω»!), τον πλουτισμό με
κάθε μέσον, ηθικό και ανήθικο. Εργάστηκα μόνιμα στον ιδιωτικό τομέα, μέχρι τώρα, όχι σε παραγωγική
θέση. Έμοιαζα κι εγώ περισσότερο με δημόσιο υπάλληλο. Ανήκα κι εγώ στην πλέον παρασιτική
τάξη της ελληνικής κοινωνίας, γεγονός που μερικά χρόνια
μετά με έκανε να ντρέπομαι.
***
Κοντά στο γήπεδο, Μάιο μήνα.
Το χωριό και
το ποτάμι ποτέ δεν το ξέχασα. Αυτό ήταν η πατρίδα της ψυχής μου. Τα καλοκαίρια
των παιδικών μου χρόνων! Ο εαυτός μου δηλαδή! Τις περισσότερες άδειες
τις πέρναγα στο χωριό. Κάθε Νοέμβριο πέρναγα 15-20 μέρες μαζεύοντας τις ελιές μου δίπλα από στο ποτάμι, παραδίπλα από το γήπεδο. Κλάδευα, λίπαινα, ράντιζα, έκοβα βάτα... Και το πρώτο πράγμα που έκανα όταν έφτανα στο χωριό, ήταν το ποτάμι.
Το περπάταγα μέχρι την Φλωριάδα. Μάζευα ρίγανη απ΄τις όχθες του. Μπλιτσάναγα στα
κρύα του νερά και στα πεντακάθαρα βρούδια.
Και μετά ανέβαινα στον Αη Λιά, που ήμουν
εξ αυτών που φύτεψαν τα τωρινά δένδρα στο Άλσος (μας είχαν πάει με με το σχολείο και κάναμε τις δενδροφυτεύσεις), κι έβλεπα τον ρού του μέχρι
τις εκβολές του στην θάλασσα, τις βάρκες, τον φάρο…
ΕΝΑ ΠΕΡΙΕΡΓΟ
ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΓΝΩΡΟ ΦΥΣΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ
Γύρω στο 2000,
είχα δει στην τηλεόραση τον καθηγητή Φυσικής
του ΤΕΙ Αθηνών, Δρ. Αριστοτέλη Παππά,
από την Τήνο, εφευρέτη και
πατεντίστα, να δείχνει κάτι πέτρες από ένα ποτάμι και να λέει το εξής: Το να υπάρχει
μια τέλεια παράλληλος, φτιαγμένη με φυσικό τρόπο πάνω στην πέτρα,
ανάγεται και στην πιθανότητα του τυχαίου. Το να υπάρχουν όμως πάνω
από 2, έως 5 και 6 παράλληλοι, στην Φυσική
θεωρείται αδύνατο να είναι τυχαίο. Η Φυσική δεν έχει κάποια εξήγηση για το γεγονός αυτό και θάπρεπε να οργανωθεί μια έρευνα για
το μυστικό του ποταμιού αυτού. Οι πέτρες από
αυτό το ποτάμι της Ηπείρου έχουν
χαραγμένες 5 και 6 και περισσότερες
τέλειες παράλληλες γραμμές, εσωτερικά και εξωτερικά. Δηλαδή αν την σπάσουμε
θα δούμε ότι και στο εσωτερικό της υπάρχει η παράλληλη γραμμή, με λευκό χρώμα.
(έδειχνε τις πέτρες στην οθόνη της ΤΒ ο καθηγητής).
Οι πέτρες που ποταμιού είναι σχιστόλιθος
και ψαμήτης, καστανού και γκρίζου κυρίως
χρώματος. Ενώ όσες έχουν χαραγμένες παραλλήλους, τις έχουν με λευκό χρώμα.
Με τις πέτρες
αυτές έχουν κτιστεί όλα τα χωριά της περιοχής, Φλωριάδα, Κομπότι, Μενίδι, Σελλάδες, Φωτεινό,
και πέριξ χωριά του ορεινού Βάλτου. Έχουν χτιστεί άπειρα γκαλντερίμια
(καλδρομ= καλλιδρόμιο), γεφύρια κάστρα, κούλιες, εκκλησιές κ.α. από την προϊστορική
εποχή ακόμα, όπως φάνηκε από τα ευρήματα προϊστορικού οικισμού κάτω απ΄τον Αη Λιά, που
ανέσκαψε η αρχαιολογική υπηρεσία κατά την κατασκευή του αυτοκινητοδρόμου, το
2012-14.
Από τα ευρήματα αυτά, φαίνεται ότι το ποτάμι ή τμήμα του ποταμιού, ίσως έκανε διχάλα κάπου στα πλατανάκια, πριν
το γήπεδο και ένα μέρος του πέρναγε από από τα Γουρνοκούμασα- Αρχαιόκλημα και χύνονταν
στον Αμβρακικό, ενώ άλλο μέρος του πέρναγε από
την σημερινό του ρού. Η ακτή του
Αμβρακικού πρέπει να ήταν πολύ κοντά στον
Αη Λιά, λίγο πιο κάτω απ τις Καριές (κάτω απ τον κόμβο της Ιόνιας οδού).
ΤΑ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΒΥΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΨΕΚΑΣΤΙΚΑ
Στις μέρες μας το ποτάμι έχει πληγεί ανεπανόρθωτα από τα δηλητήρια
που πέφτουν σε αυτό, από τα ρεντιστικά βυτία που χρησιμοποιούνται για τις καλλιέργειες.
Όταν γεμίζει ένα ρεντιστικό
βυτίο με νερό, από το ποτάμι, ρίχνει μέσα στον βρό δυο λάστιχα. Το ένα ρουφάει
και το άλλο, το λεπτότερο, βγάζει νερό με πίεση για να σπρώξει το νερό στο λάστιχο
που ρουφάει. Έτσι όλα τα δηλητήρια του βυτίου
καταλήγουν στο ποτάμι. Περπατάς στις όχθες μήνα Μάιο ή Ιούνιο η Ιούλιο, από
τον Πλατανιά μέχρι την Κόπρενα και βλέπεις το νερό να έχει ένα βαθύ γαλάζιο χρώμα,
που οφείλεται στην περισπορίνη και στα δηλητήρια των ψεκασμών. Βλέπεις να έχουν
χαθεί ακόμα και τα βατράχια… Όλα αυτά
φυσικά καταλήγουν στα λαχανικά, στα
ζωντανά, ή στην θάλασσα στα ψάρια, που
με την σειρά τους καταλήγουν σε εμάς που τρώμε τα ψάρια, αλλά και στην μοναδική
για τον ελληνικό χώρο, πανίδα του Αμβρακικού. Που ως κλειστός κόλπος είναι ο
πιο ευαίσθητος όλων.
--- Ήδη από την πρώτη θητεία του Ευσταθίου Γιαννούλη, ως Δημάρχου
Κομποτίου, μέχρι την τελευταία του ως Δημάρχου Νικολάου Σκουφά, έκανα δυο παρεμβάσεις
για το θέμα. Την πρώτη φορά έγχείρησα πλήρη πρόταση προστασίας των ποταμιών μέσω του Χρήστου Μπουραντά (Κρικέλη), με την οποία πρότεινα,
την διάνοιξη γεωτρήσεων για την φόρτωση
με νερό των βυτίων σε κάθε γέφυρα. Μια σωλήνα
στην γέφυρα του Πλατέως, μια στο Γήπεδο,
μια στο Ανίν, μια στην Πύλη/Τούπσα, μια στο Παλιογιόφυρο, μια στα Κολοβέικα προς την Περάνθη μια στο γεφύρι της Κόπρενας. Η χρηματοδότηση ήταν και είναι λίαν εφικτή μέσω των προγραμμάτων της
Ε.Ε. τού ταμείου Συνοχής, του ΕΣΠΑ
κ.α.. Δυστυχώς οι προτάσεις μου δεν έτυχαν καμίας προσοχής. Επανήλθα την επόμενη τετραετία με τον εκπρόσωπο της αντιπολίτευσης Ηλία Σαπρίκη, αλλά πάλι η Δημοτική
αρχή δεν έδωσε καμία σημασία…
Σήμερα κάθε χρόνος που περνάει είναι και πιο επιβαρυντικός. Διότι
πολλά δηλητήρια δεν διασπώνται αλλά σωρεύονται. Έτσι ο όγκος τους αυξάνεται.
*******
ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΧΡΥΣΟΦΟΡΑ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΟΥ ΚΟΜΠΟΤΙΟΥ.
ΜΗΝ ΠΑΡΕΤΕ ΟΜΩΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΣΒΑΡΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΨΕΤΕ. ΤΑ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΕ ΜΕΓΑΛΗ ΑΡΑΙΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΛΙΣΤΡΑ, ΒΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΓΕΦΥΡΑΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΕΩΣ ΑΝΑΚΑΤΕΜΕΝΑ ΜΕ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΦΛΥΣΧΗ (Ερευνα του Πολυτεχνείου Κρήτης και της σχολής Γεωλογίας του πανεπιστημίου Πατρών).
TA ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ ΘΑ ΑΠΟΔΩΣΟΥΝ ΜΟΝΟ ΣΕ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΚΜΕΤΑΛΕΥΣΗ.(κοσκίνισμα χώματος κατά τόνους). Ο Χρυσός εδώ απαντάται αυτούσιος σε κόκους κι οχι αναμεμειγμένος με άλλα μέταλλα. Πράγμα που κάνει πιο εύκολη την εκμετάλλευσή του και φυσικά πιο υγιεινή, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα χρειάζονταν χημική επεξεργασία, όπως γίνεται στην Χαλκιδική, επιβαρυντική για το ποτάμι.
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ. (ΒΑΛΤΕ ΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΣΤΟ GOOGLE ΚΑΙ ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ).
https://www.researchgate.net/profile/Avraam-Zelilidis/publication/265287002_Chartographontas_ta_oria_tes_Elpidas_Synkentroseis_chrysou_se_psammites_pou_domoun_kai_emphanizontai_se_perioches_tes_Epeirou/links/5407280c0cf23d9765a83c17/Chartographontas-ta-oria-tes-Elpidas-Synkentroseis-chrysou-se-psammites-pou-domoun-kai-emphanizontai-se-perioches-tes-Epeirou.pdf
Συνεχίζεται.....
Στην Κόπραινα. Κοντά στις εκβολές