Τρίτη 30 Απριλίου 2024

ΜΙΚΡΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΚΟΜΠΟΤΑΊΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ

 

 

Καποιες ξεχωριστές λεξεις, που ομιλούνταν μέχρι πρόσφατα μόνο στο Κομπότι και στα γειτονικά χωριά. Ούτε καν στο σύνολο του νομού ΄Αρτας.

Το γραμμα «j» γιώτ,   του αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου, το βάζουμε σε λέξεις που  τελειώνουν σε σύμφωνο, κυρίως«λ»  ή  «ν»  (και σε άλλα σύμφωνα που θα δείτε, για να αποδώσουμε φωνητικά μία λέξη) και  ενώ στον γραπτό λόγο γράφεται με κατάληξη «ι» , στον προφορικό ακούγεται σαν μισό «ι» . Π.χ. Γρουσούζ =γρουσουζj με μισό «ι», καρπούζ=καρπουζj (κι οχι καρπούζι), κιράσj= κεράσι. Το καστραβέτσι= αγγούρι, ακούγεται σαν καστραβέτσj..... Φυσικά στην ντοπιολαλιά υπάρχουν και παχιά σύμφωνα (όπως το «Σσ», που δεν υπάρχουν στην επίσημη ελληνική γλώσσα). Κουσσιάρκου= Εικοσάρικο. 

Το  Όμικρον αντικαθίσταται σχεδόν παντού με το «Ου». 

Και το Εψιλον σχεδόν παντού με «Ιώτα».

Ενδιαφέρον εχουν οι αμερικάνικες λεξεις, που μπήκαν στο ελληνικό λεξιλόγιο μετά τον  πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όταν πολλοί ομογενείς επέστρεψαν απο τις ΗΠΑ να πολεμήσουν. ΄Οπως το  Γκόντ Ντεμ ( Γκαντέμης= καταραμένος απ τον Θεό)  ή το Γκόμενα (απο τα αμερικάνικα μπάρ γυναικών  Γκόου Μέν)...

*****

  

Αγκάζjκου= άτακτο

Αλάνταβους= βίαιος

Αλημούρα (λατ;)=τα πετάω-ρίχνω   χύμα,  Αλημούρα.

Αλουπασία (μ΄σήκουσις αλουπασία)=  η ενόχληση, (με ζάλισες)

Αξούργους= Αξύριστος

 Αγγιό/ά (ελ)= Αγγείο (πιατικά κουζινικά).

Αμπόχνω , άμπουγμα, άμπουξι= σπρωχνω, σπρώξιμο, σπρώξε

Απαύλισα ή απηύλισα= απηύδησα

απούμωμα, απουμώθκι=ασφυξία, έπαθε ασφυξία

Ασίηστο (ελ)= ασίγηστο, δεν ησυχάζει, δεν ηρεμεί καθόλου, δεν κάθεται φρόνιμα

Αστόησα-αστόχησα=ξέχασα

Αφίσjκου= Αφύσικο, άσχημο

Αχαμνός= κοντός, κι αδύνατος

 

 *******

Βάβου= γιαγιά

Βασιλιάς=  η  πασχαλίτσα, έντομο

Βαζούρα= φασαρία, θόρυβος

Βαίζου= σφραγίζω, κλείνω ερμητικά Πόρτα, παράθυρα κ.λ.π.

Βζί= Βυζί

Βίτσα=κλαδί λεπτό, ραβδί

Βουμπρίρκου(ελ)=  φωνακλάδικο, γκρινιάρικο, άτακτο παιδί

Βούρτσα= δοχείο που χτυπάμε το ξινόγαλο και βγάζουμε το Βούτυρο

Βλησίδ(ελ)= πλούτος. Βλησίδιαξα= πλούτισα

Βοιδόφλα/ ροκόφλα= καλαμποκόφυλα που τρώγανε το γελάδια

Βρός(ελ)= Βύραγκας, βαθύ σημείο στο ποτάμι


 

 ******

Γουνιά= γωνιά,  εστία, τζάκι

Γαρδαβίτσα(σλ)=  γυρίνος  βατράχου, μηρμυγκιά που βγάζουν στα χέρια τους κυρίως, οι άνθρωποι

Γατσί-γατσούλj (ιτ)= γατί, γάτα (ιτ)

Γραμένου= όμορφο

Γρούν=χοίρος, γουρούνι

Γρικάου -Γρικάς= και καταλαβαίνω  και μιλάω ( Γρικάς  ρουμέικα - καταλαβαίνς ελληνικά; Νουγάς (ή νοάς -εννοείς..) ρουμέικα=καταλαβαίνεις ελληνικά;) 

Γκαβό= τυφλό, στραβό

Γκαντέμς ( αγγλ)= , καταραμένος,  γρουσούζης(τουρ.),  - φέρνει κακοτυχία (αμερικάνικο «God Damn»- καταραμένος απο τον Θεό)

Γκόμενα=   ερωτική σύντροφος   (απο τα αμερικάνικα μπάρ/στριπτηζάδικα  γυναικών   « Go Man»)

Γκιζιράω (τρ) = τριγυρνάω

Γρουσουζjκους (τρ)= κακότυχος, φέρνει κακοτυχία

Γρέτζιλος= απότομος ( αραιά σταφύλια, αραιός καρπός γενικά)

Γρύλια= όσπρια στεγνά, χωρίς ζουμί

Γκριμίζου=γκρεμίζω

Γουμάρ= γάιδαρος /γομάρι

Γούρνα-=λάκος για τα γουρούνια

Γουρλίζου-γούρλισμα= γρύλισμα γουρουνιού


 ********

 Δάρτς=  ξύλινο αγροτικό εργαλείο, που δέρνει τα καλαμπόκια για να τα ξεσποριάζει.

Διασίδ= υφαντό απο τον αργαλιό

 *********

Εχς ξιφίγj= το ΄χεις χάσει

Εχς λαλήσj =    »»»

 *********

Ζάρκους=γυμνός

Ζάλωμα= φορτώνω  στην πλάτη

Ζαλίγκα=  φόρτίο την πλάτη

Ζατζιάρκου(ιτ)= γκρινιάρικο παιδί

Ζούφιος/α  =  ο καιρός/ ασταθής συννεφιασμένος/ ζούφια μέρα

Ζαγάρ(τρ)= παλιάνθρωπος/ φίλερις/ κακός άνθρωπος

Ζαλίγκα=  κουβαλάω ζαλίγκα/ στην πλάτη

Ζλάπ= αγρίμι

Ζιχλιμίρς= αρρωστιάρης

 **********

Ξιφτέρ= Έξυπνος και γρήγορος στην σκέψη (γρήγορος  σαν το γεράκι Ξεφτέρι)

Ξινταφιάζου= διαλύω, ξεφτιλίζω

Ξουθιός (ο Θεός)= η ευχή σε κάποιον που  φτερνίζεται, βήχει, πνίγεται, σκοντάφτει και πέφτει...

*********

Θειάκου = Θεία, Θείτσα

θράκα= Τα κάρβουνα στην φωτιά

*********

Ικιός=εκείνος

Ιλγιά= Λυγιά, είδος φυτού θάμνος

*********

Καρδιλάγγους= Λάρυγγας

καρκώθκα= πνίγηκα, μου έκατσε κατι στον λαιμο

Κάκου=θείτσα

Καλουσκέρσα=  δοκίμασα, απόλαυσα ( κυρίως για τα οπωρικά)

Καπτσάρ=  ακόλουθος

Κάρνα (ιτ)= κάρβουνα

Καρπουλόι= Καρπολόγι. Είδος τσουγκράνας που μαζεύει καρπούς ( όπως καλαμπόκι…)

Καστραβέτσj (σλ)= αγγούρι

καθάριο= Λευκό αλεύρι. Λευκό χωμί

Κατσίνα= Κόπρανα αλόγων.  γιδιών , προβάτων, γελαδιών…

Κόρθους=  γωνία ψωμιού

Καταής= κατάχαμα/ καταγής

Κότσιαλου= το καλαμπόκι όταν του βγάζουμε τα σπόρια ( προσάναμμα για την φωτιά, για τον φούρνο κ.λ.π)

Κόκοτας(τρ)= πετεινός

Κούμπλα= κορόμηλα

Κουρκούτ(τρ)= ( κρέμα απο καλαμποκάλευρο)

Κούσιαλου= γέροντας, πολύ ηλικιωμένος

Κίκαρ(ελ)=φλυτζάνι(τρ)

Κιρασj+ Κεράσι

Κριάρ= αρσενικό πρόβατο

Κασάρ= αγροτικό εργαλείο που κόβει χόρτα και κλαδιά δένδρων

Κουσσιά (σλ)=εργαλείο που κόβει τα χορτάρια

Κραμποκούκι= ψωμί ψημένο στην θράκα ( οχι μέσα σε ταψί)

Κουσίζj= κόβει χορτάρια με την κοσιά

Κουσσή= τρεχάλα

Κουσσιεύου= τρέχω

Κούτ-Κούτ (ή κούτα -κούτα)= μαυλίζω το σκυλί ( μαυλίζω=  φωνάζω, προσκαλώ  προσελκύω το σκυλί και την γάτα πς-πς)

κούρνα -κούρνα= κλήση στις κοτες να κουρνιάσουν την νύχτα

Κοκοτσέλj(σλ)= μικρός πετεινός/κόκορας

Κουρασίδα (ελ)= το ανώριμο/ πράσινο πεπόνι

Κουντράω= κουντράω-κουτουλάω

Κουτσιλιά= κόπρανα πουλιών

Κτσιούμπας= Βλάκας

Κωλοφωτιά= Πυγολαμπίδα

 *********

 

Λαϊνα= μεγάλο και μικρότερο πήλινο δοχείο , πιθάρι, που φύλαγαν λάδια, κρασιά, μέλι…!

Λάϊου= μαύρο ( πρόβατο)

Λάρουσι/  δεν Λαρώνς( ελ)= μην μιλάς (ίσως απ ΄το χαλάρωσε)

Λίμπα= Μπωλ φαγητού πήλινο

Λιμαριά(ελ)= τα λουριά που βάζουμε στον λαιμό του αλόγου

Λόβα=  επιδημία, αρρώστια . Αφορά κυρίως τα φυτά. «Έπεσε λόβα».

Λόβα= το παλιοκόριτσο

Λούφα, Λούφασμα=  απόκρυψη ( λουφάζω)

Λούτα(σλ.) =τρελή ( Λούτιασα=τρελάθηκα, χάζεψα)

Λυγκιάζου- Λύγιασμα= Λύγκιασμα είναι ο λόξιγκας

 *********

Μαστραπάς= Υδροδοχείο (κανάτα)

Μαλάζω= πιάνω, ακουμπάω

Μαξούμ(τρ)= μικρό παιδί, μωρό

Μαργώνω-μάργωσα= κρυώνω, κρύωσα

Μαστάρ= Μαστός των ζώων

Ματσιάζω(ιτ)= πλακώνω. λιώνω , ισοπεδώνω

Ματσιασμένο=πλακωμένο, λιωμένο (φρούτο)

Ματσjλαου, ματσούλjζμα (ιτ)= Μασάω

Μαυλίζω= καλώ, γητεύω-προσελκύω τα ζώα

Μισάλj= τραπεζομάντηλο

Μόχαλο= κοτρώνι, μεγάλη πέτρα

Μπακούλα= σακούλα / σάκενα λινή

Μπάκακας/μπακακάκj (ελ) = βάτραχος

Μπακανιάρκο= αδύνατο, καχεκτικό με πρησμένη κοιλιά ( μπάκα=στομάχι)

Μπάκα= σακούλα ( στομάχι)

Μπακαφούσκας=χοντρός και δυσκίνητος

Μπλάνα= χωμάτινος βώλος, σκληρός  ( που σχηματίζονταν κυρίως με το όργωμα)

Μσιάκα (σλ)= μεγάλος βάτραχος που πίνει γάλα και αίμα από τα γιδοπρόβατα

Μπλάρ(λατ)=μουλάρι, ημίονος

Μπλίκοκα (ελ)= μελίκοκα

Μπλιτσιανάου= παίζω στο νερό

Μπλιέτσιου= γυμνό

Μπούφους= Χαζός

Μπούζα= πρόσχωση ποταμού

Μποτσjκα= μεγάλη αγριοκρεμύδα

Μισμέρω(ελ)= (μαύρος σέρσεγκας που  μπαίνει στα σπίτια τα μεσημέρια τα  καλοκαίρια)

Μπακούλα=Σακί, Σακούλα

Μπρακάτσj= κουβάς  τσίγγινος για νερό απ΄ το πηγάδι

Μπούγλα= Μπουκάλι (μπούγλα μι λάδ, μπούγλα μι κρασί...)

Μσκάρ= Μοσχάρι

Μουλαίμκου= Ήσυχο, μετρημένο, καλοπροαίρετο άτομο

Μπούλας – Σάκιας- Τάκιας, Μάκιας, Γάκιας κ.λ.π., χαϊδευτικά ονομάτων που στην  άλλη Ελλάδα απαντώνται ως Μπούλης, Σάκης, Τάκης, Μάκης…

Μούρκος= Μαύρος , βρόμικος, λασπωμένος

 *********

Νέσπλα- Νισπλιά (ιτ)= Το Νέσπουλο-φρούτο

Νίλα= καταστροφή ( να σι κοβ η  Νίλα= να σε συνθλίβει η καταστροφή), έπαθα Νίλα

Νουγάου-νουγάς =  (νοώ- νοείς). Δεν καταλαβαίνεις = δέν νουγάς; 

Νταγκλαράς (τρ. Ντάγκ = Βουνό)= ψηλός σωματώδης

Νταγκλιά= κλωτσιά

Ντιρέκj= Ψηλός σωματώδης 

Ντιρλιέκj- Ντιρλκικώθκα= χόρτασα, παράφαγα, φούσκωσα απο το φαί και το πιοτό.

Ντχάλα- Ντχάλj= Διχάλα

Ντράβαλου= φασαρία, θόρυβος

Ντρουβάς= σακούλα, τσάντα(τρ)

 ********

Ξύκj= Να γίνουμε ξύκj, να ετοιμαστούμε

Ξυθαλj=( ξύλο  ή σίδηρο που σκαλίζουμε την θράκα και την φωτιά)

Ξιμπλιτσιώθκα/ Ξιμπλιέτσιωτους = Ξεντύθηκα/ ξεντυμένοι, ξεβράκωτοι, γυμνοί

Ξιμουτόχου= εξεπίτηδες

 ******

Ουρμνεύω= Συμβουλεύω, Ορμήνια - Ουρμήνια= Συμβουλή

΄Ομπιου= πύον

*******

Πατάκα= πατάτα

Παρασάνταλο(ελ)= άσχημο/ κακομούτσουνο/ κακοφτιαγμένο

Παρασκαλjσα+ στραμπουληξα(ιτ).

Παρασκαλjζμένου= στραμουληγμένο

Πιταστή(ελ)= λαγάνα

Πιδιλόγα=στρογγυλό μαξιλάρι, υφασμάτινο, που έβαζαν στο κεφάλι τους οι γυναίκες, για να κουβαλάνε διάφορα βαριά αντικείμενα. Ώστε να μην ακουμπάνε στο κεφάλι τους και τις  πληγώνουν, αλλά και για ισορροπία του αντικειμένου. 

Παραγλιπιά= ζήλεια/ (γλιέπω=βλέπω)

Πατσιαλό= στραβό

Πγάδ= πηγάδι

Πλί-= πουλί

Πθινά=πουθενά

Πιρδικλώθκα (ελ)= τρίκλισα. Πιρδικλωσιά= τρικλοποδιά. Περδικλώνω τ΄ άλογο= του δένω τα μπροστινά πόδια μεταξύ τους,  για να μην απομακρύνεται.

Πυροστιά= Πύρ και εστία. Το σιδερένιο τρισκελές  βάθρο στο οποίο έβαζαν γάστρες και κατσαρόλες να βράσουν το φαγητό. 

Πιτρουσιά (γιένιτι)= (Πετρωσιά= πολυκοσμία

Πουριά-ποριά=πόρτα,= πόρος, πύλη, είσοδος

Πουσjνάδια=Τριμένα δημητριακά  για τις κότες.

πς, πς = έτσι μαυλίζουν τις γάτες

πουλj -πούλj= καλώ, μαυλίζω τις κότες

*********

Ρικάζου- Ρέκασμα= φωνάζω τρομαγμένα

 Ρημάδ=αυτός που τριγυρνάει άσκοπα. Ο μοναχικός/'η/ό

Ρημένο= έρμο, έρημο

Ροβολάου= κατηφορίζω

Ρόκα=καλαμπόκι  ή  το αδράχτι μου μετατρέπουμε το μαλλί των ζώων σε κλωστή

Ρούπωσα-= χόρτασα ( αρούπουτους=αχόρταγος)

 **********

Σαλαμίδ(ελ)= μικρή σπιτική σαύρα

Σαούρα= ησυχία απόλυτη

Σιάβαρα(ελ)= σκουπίδια  από φυσικές ύλες

Σιαμουρλός=χαζός

Σκανιάζω= ( σκάνιασα)=, στενοχωριέμαι

Σκούπρα(ελ)= σκουπίδια από φυσικά  και από τεχνητά υλικά (όπως  αποφάγια, πλαστικά…).

Σαρμανίτσα (σλαβ)= παραδοσιακή κούνια μωρών. Σαρμά+νίτσα

Σπλιτζάρ(τρ)= σπουργίτι

Σιαπέρα= κατά πέρα

Σjαπιρένιου=αχρηστο

Σιτζίμ= λεπτή τριχιά/σχοινι.

Στιφανούδ(ελ)= καρδερίνα

Σιούτου= ζώο (πρόβατο)  χωρίς κέρατα

Σιρσέγκj=  είδος μεγάλης σφήκας. Σερσέγκι

Σjκουτίκια= Τα ρούχα που ντύνουν  τον νεκρό

Σήκουμα= Η πομπή του νεκρού προς την εκκλησία και το νεκροταφείο

Σκλιέτζας=(λεπτός σαν κλαδάκι)

Σκλιέτζα= λεπτό κλαδί με το οποίο παίζαμε το παιγνίδι  «σκλιέτζα»

Σκαμνιά(ελ)= Μουριά

Σκιαζούρς=  αυτός που σκιάζεται/ ο  δειλός

Σκουτιρίτσα(σλ)= πρασινόσαυρα / και άλλες σαύρες γενικά

Σάισμα(σλ)=   σκέπασμα φτιαγμένο από γίδινο μαλλί

Σκλί= Σκυλί

Σκτί= Ρούχο, φόρεμα

Σσκουτίκια= Τα σκτιά (ρούχα) που βάζουν στον νεκρό για το Σήκωμα ( κηδεία) . Τουν σήκουσαν τον πιθαμένου!

Σπληνιάρκου(ελ)=αγίνωτο, ανώριμο καρπούζι (σπλήνα)

Στέρφου= ζώο (πρόβατο γίδα…) που  δεν γέννησε και δεν παράγει γάλα.

Συγιρίζου– συγιρστούμι= τακτοποιώ/ τακτοποιηθούμε

Σουργούν(τρ)=  Ντροπή,  έγινα/ες περίγελος, ξεφτιλίστηκα/ες…

Σιούτου= ζώο χωρίς κέρατα


 ***********

ταρνανιζω= αποκοιμίζω με τραγούδια και κούνημα το μωρό

Ταρνανά= τραγούδια αποκοιμίσματος μωρών

Ταράφ=Σόι, γενιά, συγγενολόι

Τέτζιρ= είδος κατσαρόλας για  φωτιά με ξύλα

Τηράω/τήρα= κοιτάζω/κοίτα

Τσιάφ= πρωινός παγετός, που φαίνεται πάνω στα φυτά, τους χειμωνιάτικους μήνες

Τσιαλαφούτ(σλ)=  τυρί από πρωτόγαλα

Ταισάρ(ελ)= το σακούλι με το κριθάρι που βάζουν στο στόμα του αλόγου. Το ταΐζουν.

Τσαρπάλj(ελ)= σκληρό κι άκαμπτο  παπούτσι. Τσαρούχι. Αυτός που κλωτσάει άσχημα (στο ποδόσφαιρο)

Τσάχαλου= σκουπιδάκι

Τζιώρας= Χαζός

Τσατσάρα(σλ)= χτένα

Τσουρέπ(σλ)= κάλτσα

Τζούφιος= κενός/άδειος/ άσφαιρος/ ανίκανος

Τζιουμακj= μαγκούρα, μπαστούνι

Τιλιεύου, δεν τιλιεύισι = υποφέρω, δεν υποφέρεσαι 

Τλούπα/ Τλουπουτός= μαλιά κουβάρι, μαζωμένος σαν κουβάρι, κοντός.

Τλπώς=Σκεπάσου

Τραπέτσj= «ξύδι», ξινό φρούτο, όπως τα κορόμηλα

Τσικλίζω- τσικλάω= σκίζω

Τράου= κοιτάζω, τηράω

Τριχιά= σχοινί χοντρό

Τραγαζίκα= δερμάτινο ασκί

Τσαμπνάου, τσαμπνάς= μιλάω ακατάσχετα και λεω βλακείες (απο την τσαμπούνα- ξύλινο όργανο πριν το κλαρίνο)

Τσίγγανος=  ο δύσκολος στο φαί

Τσιότσιο= λίγο

Τσίτωμα= χόρτασμα

Τσιγκριάνα=Τσουγκράνα

Τσια(γ)ούλj= κάτω σιαγώνας, μετφ.ο άνθρωπος που μιλάει πολύ/ακατάσχετα. Που δεν κλείνει στόμα. (Μάλλον απο τα αμερικάνικο Τζιάουλ=  σαγώνι- μασάω)

Τσιατάλj= κομμάτι, διαλυμενο νσε κομματάκια...

Τσιουτσιούρξα, τσιτσιρίζω= έτρεμα, τρέμω

Τσιουτσιουρίζ= το τσίριγμα, το λάδι στο τηγάνι.

Τσιότσιο= λίγο

Τσιουκλατστά (αυγά)= Ομελέτα 

Τσιοκj (τρ)= σφυρί 

Τσιόκαλο= πετρούλα, κομμάτι σπασμένης πέτρας

**********

Φασκιά/ φάσκιωμα= τύλιγμα του μωρού ή του νεκρού με λουρίδες λευκού υφάσματος.

Φακιόλις= το πόπ-κόρν

Φιλιρούδ=  σχισμένο ύφασμα

Φνίκj= σκώρος

Φουρδάκλα= Φουσκάλα στο δέρμα

Φουρδουκλιάσκα= άναψα, κάηκα,  κατακοκκίνησα στο δέρμα

Φλώρος =ξανθός (έχων μαλλιά  χρώματος  χρυσού=φλουρί-φλώρος)

Φλοκάτα= σκέπασμα από  πρόβειο μαλλί,  με κρόσσια

Φαρφατιάζω= μουλιάζω

Φόντις- Φόνταν= όταν

Φουστήρας= Σοφός και Έξυπνος (Φωστήρ= Αστέρι που έχει δυνατό  φως)

 **********

Χάβδα= ανοιχτά σκέλη

 Χαζίρ και χαίρ (τρ)= να γιένουμι χαζίρ, να ετοιμαστούμε, να τακτοποιηθούμε

Χαλιεύου= ζητάω, ψαχνω

Χαψιά= καταψιά, εκ του χάφτω, καταπίνω- καταψιά

Χνέρ= χουνέρι,  κακοπάθημα

χτικιό=φυματίωση

 χούι = συνήθεια

χουιάζω= μαλώνω

*****

 

 ψώμωμα= ωρίμανση (ψώμωσε)